- ακροπόδιο
- Το άκρο του ποδιού. Το ανώτατο τμήμα στο βάθρο ενός αγάλματος. (Ανατ.) Το ακραίο μπροστινό σημείο του μεγάλου ή του δεύτερου δακτύλου του ποδιού. Αποτελεί σωματομετρικό σημείο και η απόστασή του από το ακραίο προς τα πίσω σημείο του ποδιού (φτέρνα) δίνει το ολικό μήκος του ποδιού. (Ζωολ.) Το μπροστινό τμήμα των άκρων των σπονδυλωτών που αποτελείται από πέντε ακτίνες, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε ένα μετακαρπικό ή μεταταρσικό οστό που συνοδεύεται από ορισμένο αριθμό φαλαγγών. Α. ονομάζεται και η πάνω επιφάνεια στην άκρη των δακτύλων των πτηνών.
Dictionary of Greek. 2013.